ΔΡΑΜΑ


Στου Πλουμανάκ τους βράχους καθισμένος, 

κοιτάω ρεμβός τη σκοτεινή ν’ ανθίζει τρικυμία: 

ο ουρανός είναι τεφρός, η θάλασσα είναι μαύρη

και τα θολά τα κύματα κυλάνε με μανία. 


Είναι μια χειμωνιάτικη και πένθιμη μια μέρα:

η ακρογιαλιά είν’ έρημη κι είναι σπαρμένη φύκια, 

στους άμμους, σα ναυάγια, είναι ριγμένες βάρκες

και στο μικρό χορεύουνε το μώλο δυο καΐκια. 


Ριπές βροχής τη Θάλασσα τη Βόρεια μαστιγώνουν

κι ο παγερός ο άνεμος ουρλιάζει στην αχτή, 

καμιά γύρω δε φαίνεται ανθρώπινη ψυχή. 


Μονάχα μία Βρετανή, ψηλή, μαυροντυμένη, - 

ακίνητη σαν άγαλμα κοντά στην παραλία-, 

τη θάλασσα την έρημη κοιτάζει μ’ αγωνία. 


                                                   Αχτές του Βορρά, 1915



ΖΩΗ


Κάποιες φορές σαν βράδιαζεν αργά στην κάμαρά μας, 

τ’ ωχρό κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου επάνω 

και με θλιμμένο ανάβλεμμα στηλά κοιτάζοντάς με:

“Θα με ξεχάσεις, -ρώταγες-, καλέ μου, σαν πεθάνω;”

Δε σ’ απαντούσα. Τη φωνή την πνίγαν οι λυγμοί μου 

κι έσφιγγα με παροξυσμό τ’ αδύνατο κορμί σου, 

σα να ’θελα μες στη ζωή να σε κρατήσω, ενάντια 

στο Χάρο- για, αν δεν μπόραγα, να πήγαινα μαζί σου. 

Γιατ’ ήσουν όλη μου η ζωή: χαρά της και σκοπός της, 

κι όσο κι αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα, 

δεν έβλεπα, δεν ένιωθα κοντά μου άλλη από σένα. 

Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσέ να ζήσω. 

Και, τώρα που με άφησες, με φρίκη αναλογιέμαι 


το θάνατό σου, αγάπη μου, πως πάω να συνηθίσω! 


                                     Κώστας Ουράνης, Ποιήματα, εκδ. ΕΣΤΙΑ